- πρόσσοθεν
- πρόσσοθενindeclform (adverb)πρόσωθενfrom afarepic (indeclform adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρόσσοθεν — Α επίρρ. (επικ. τ.) βλ. πρόσωθεν … Dictionary of Greek
πρόσωθεν — και επικ. τ. πρόσσοθεν και δωρ. πόρσωθεν και αττ. τ. πόρρωθεν και συγκριτ. τ. πορρωτέρωθεν Α επίρρ. 1. τοπ. α) από μακριά («μή τις πρόσωθεν ὄμματος βάλοι φθόνος», Αισχυλ.) β) σε απόσταση 2. χρον. από πολύ χρόνο («πόρρωθεν ὑμῑν τὸ καλὸν ὑπάρχει… … Dictionary of Greek